Για τις ανάγκες του άρθρου θα προσπαθήσω να γίνω όσο πιο παραστατική γίνεται αν και δε νομίζω πως θα χρειαστεί να καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια αφού θα περιγράψω κάτι που έχουμε ζήσει οι περισσότερες:

Γνωριστήκαμε. Μέσω κοινής παρέας ή τυχαία στο μπαρ. Με κοίταξε. Του ανταπέδωσα το βλέμμα. Παραμερίσαμε, δήθεν τυχαία και ταυτόχρονα λες και είχαμε προβάρει χορογραφία, τους κοινούς μας φίλους ή τις παρέες μας, και βρεθήκαμε αντικριστά ή δίπλα δίπλα.

Με ρώτησε με τι ασχολούμαι. Τον ρώτησα πότε έχει γενέθλια (μην καρφωθούμε κιόλας ότι ρωτώ κατευθείαν το ζώδιο). Συνέχισε να με κοιτάζει στα μάτια και μου χαμογέλασε. Σκέφτηκα “μακάρι αυτό το όμορφο χαμόγελο να εκφράζει μια ακόμα πιο όμορφη καρδιά, αλλά όχι μην πας ακόμα εκεί. Μην ελπίζεις…ακόμα”.

Συνέχισε να μου κάνει ερωτήσεις, ήθελε να μάθει περισσότερα για εμένα, για τη ζωή μου, για τους φίλους, την οικογένεια, τα ενδιαφέροντα μου. Φαίνεται να έχει αυτοπεποίθηση και είναι τόσο άνετος στην επικοινωνία του. Βέβαια, αυτό το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που με πλησίασε, από τη στιγμή που δεν δίστασε να τους παρατήσει όλους και να βρεθεί κοντά μου.

Μήπως έχει πιει; Μπα, στον ίδιο αριθμό ποτών είμαστε (πίνουμε και το ίδιο ποτό, τυχαίο;) και χρειάζομαι καθαρό μυαλό δίπλα του οπότε πίνω το ένα ποτήρι νερό μετά το άλλο.

Κολακεύει την εμφάνιση μου, αρχίσει να με αγγίζει, λίγο στους ώμους όταν σκύβει για να μου μιλήσει. Πλησιάζει όλο και περισσότερο το κεφάλι του στο λαιμό μου όταν μου μιλάει. Τυλίγει το χέρι του στη μέση μου. Το σώμα του είναι στραμμένο προς το μέρος μου. “Δεν μπορεί, έχω όλα τα σημάδια, τόσο έξω να έχω πέσει;”

Και μετά με ρωτάει για το μέλλον. “Πόσο καιρό έχουν να με ρωτήσουν για το τι σκέφτομαι, για το τι ελπίζω για το μέλλον…”

Και μετά μου ζητάει το τηλέφωνο μου. “Θα ζητούσε το τηλέφωνο μου αν δεν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί μου;” αναρωτιέμαι “ποιος θα το έκανε αυτό;”

Pause: Αυτή είναι η ερώτηση που μοιάζει ρητορική αλλά δεν είναι και εκεί είναι που την πατάμε όλες! 

Τα κακά νέα είναι πως δεν μπορούμε πότε μα ποτέ να γνωρίζουμε την έκβαση της.

Τα καλά νέα είναι πως δεν είναι δική μας ευθύνη!

Fast Forward: Εγώ δεν είμαι το κορίτσι που θα πάω στο σπίτι μαζί του, αλλά και να ήμουν η έκβαση θα ήταν η ίδια: δεν θα τηλεφωνούσε!

Απλώς, δεν θα είχα την ταμπέλα-στερεότυπο της “εύκολης” να με τυραννά από πάνω.

Ξεκόλλα, είτε το κάνουμε από το πρώτο, το δεύτερο, το 21ο βράδυ, αν δεν θέλει να τηλεφωνήσει, δεν θα τηλεφωνήσει.

Και έρχεται το μεγάλο “ΓΙΑΤΙ”,στο οποίο δεν πρόκειται να σταθώ, όχι επειδή βαριέμαι, αλλά γιατί δεν έχει και μεγάλο νόημα. Η δική μου ερμηνεία λοιπόν είναι πως απλώς υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μπαίνουν στη διαδικασία να φλερτάρουν μόνο και μόνο για να νιώσουν την έξαψη της επιρροής που μπορούν να ασκήσουν πάνω σου. Μόλις κατακτήσουν το στόχο τους, απλώς χάνουν το ενδιαφέρον τους. Ναρκισσισμός; Χειριστικός άνθρωπος; Δεν σε ενδιαφέρει και άφησε τους ψυχολόγους να επιβιώσουν από τέτοιους ανθρώπους.

Αυτό που πρέπει να νοιάζει εσένα, εμένα και όλες μας είναι πως δεν έχει να κάνει με την αξία μας, ούτε τη θηλυκή, ούτε της προσωπικότητας μας.

Αν έχεις πέσει σε νάρκισσο ή χειριστικό άνθρωπο, απενοχοποιήσου από τα ερωτήματα του τύπου “Γιατί δεν το κατάλαβα;” γιατί δεν θα το καταλάβαινες ακόμα κι αν συγκαλούσες τραπεζάκι πνευμάτων με τον Φρόιντ, τον Γιουνγκ, τον Άντλερ και τους λοιπούς πατέρες της ψυχολογίας.

Γιατί; Επειδή η κάλυψη είναι ένα από τα ταλέντα αυτών των γοητευτικών καθαρμάτων.

Οπότε τι κάνουμε; Παύουμε να δίνουμε τηλέφωνο; ….και κατά βάθος, ελπίζουμε στην επόμενη τυχαία συνάντηση μπας και καταλάβουμε πόσο σοβαρά μας βλέπει; Όχι, βέβαια. Τον αριθμό του τηλεφώνου θα συνεχίσουμε να τον δίνουμε ξανά και ξανά μέχρι να βρεθεί εκείνος που θα θέλει πραγματικά να τον αξιοποιήσει.

Κι όταν βρεθεί να ξέρεις πως θα επικοινωνήσει εντός 24ωρου, απλώς το αναφέρω για να μη φας τη μέρα σου κοιτώντας μια οθόνη κινητού!

Α, και ένα τελευταίο: Άφησε τους άλλους να ψάχνουν για θύματα επειδή αγαπούν για να ικανοποιήσουν τις ανασφάλειες τους. Εμείς θα συνεχίσουμε να αγαπάμε γιατί έτσι νιώθουμε (μην ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε).